χρυσοκάπουλος

χρυσοκάπουλος
η , ο с крупом, украшенным золотом (о лошади, муле)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χρυσοκάπουλος" в других словарях:

  • χρυσοκάπουλος — η, ο, Ν (για υποζύγιο) αυτός που έχει καπούλια στολισμένα με χρυσά στολίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κάπουλο / καπούλι] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκάπουλος — η, ο για τα υποζύγια, αυτός που τα καπούλια του είναι καταστόλιστα με χρυσά στολίδια: Πέρασε καμαρωτά πάνω σ ένα χρυσοκάπουλο άλογο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»